Ο θυρεοειδής αποτελεί έναν ενδοκρινή αδένα ο οποίος παίζει σημαντικότατο ρόλο για τη σωστή αύξηση, ανάπτυξη και εύρυθμη λειτουργία του συνόλου των συστημάτων του ανθρωπίνου οργανισμού, κυρίως μέσω της έκκρισης των θυρεοειδικών ορμονών Τ3 και Τ4. O θυρεοειδής αδένας έχει άμεση επίδραση στην καρδιακή λειτουργία. Οι ορμόνες του θυρεοειδούς αυξάνουν το μεταβολισμό του σώματος, την παραγωγή θερμότητας και το καρδιακό έργο ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες του οργανισμού.
Η υπερλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα λέγεται υπερθυρεοειδισμός, και συνοδεύεται από ταχυκαρδία ακόμα και στην ηρεμία. Ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει διάφορες αρρυθμίες ενώ 10% των υπερθυρεοειδικών έχουν κολπική μαρμαρυγή. Ο υπερθυρεοειδισμός μειώνει τη διαστολική αρτηριακή πίεση, αυξάνει το εύρος σφυγμού, αυξάνει τη καρδιακή παροχή και μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της πίεσης στην πνευμονική αρτηρία (πνευμονική υπέρταση). Ουσιαστικά αποτελεί μία μορφή συνεχούς δοκιμασίας κοπώσεως για την καρδιά, η οποία αν έχει ήδη νόσο κεκαλυμμένη, αυτή θα εκδηλωθεί αμέσως με καρδιακή ανεπάρκεια.
Ο υποθυρεοειδισμός, από την άλλη, επίσης μπορεί να επηρεάσει την καρδιά. Μπορεί να αυξήσει σε δυσθεώρητα ύψη την αρτηριακή πίεση και την χοληστερίνη, να προκαλέσει συλλογή υγρού στο περικάρδιο και να οδηγήσει στην εμφάνιση όλων σχεδόν των καρδιακών αρρυθμιών.
Είναι αυτονόητο, ότι όποιος πάσχει από κάποια πάθηση του θυρεοειδούς, θα πρέπει να ελέγχει τακτικά τις ορμόνες του μαζί με το γιατρό του και σε περίπτωση υπερλειτουργίας ή υπολειτουργίας θα χρειαστεί καρδιολογική συμβουλή.