Τελευταία πολύς λόγος γίνεται για τις λεγόμενες «Νέες Τεχνικές των Καρδιολογικών Υπερήχων». Όπως ίσως θα έχετε ακούσει πρόκειται για πολλά υποσχόμενες τεχνολογικές εξελίξεις απεικόνισης της καρδιάς με χρήση των υπερήχων, οι οποίες με την εφαρμογή τους φέρνουν αλλαγή του τρόπου σκέψης στην σύγχρονη διάγνωση και αντιμετώπιση των καρδιολογικών νόσων.
Η Στεφανιαία Νόσος προκαλείται από τις αθηρωματικές πλάκες που αναπτύσσονται και αποφράσσουν το αιματικό αρδευτικό δίκτυο της καρδιάς. Μέχρι σήμερα αυτό προσπαθούσαμε να το κάνουμε με την Δοκιμασία Κόπωσης, το γνωστό σε όλους μας Test Κόπωσης. Με τον καιρό όμως είδαμε ότι η Δοκιμασία Κόπωσης ήταν χρήσιμη μόνο στο 67% περίπου των ασθενών. Υπήρχε δηλαδή ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών, περίπου 30-35% με κρυφή ισχαιμία, που μπορούσε να έχει πρόβλημα και να μην φαίνεται στην Δοκιμασία Κόπωσης. Η προσπάθειά μας να διαγνώσουμε γρηγορότερα και εγκυρότερα την Στεφανιαία Νόσο ανέδειξε πλήθος εναλλακτικών προσπαθειών και μελετών, με στόχο την κατάδειξη πρωιμώτερων του ΗΚΓ αλλαγών που δημιουργεί η ισχαιμία. Έτσι αναπτύχθηκε το Σπινθηρογράφημα, η Μαγνητική Τομογραφία και τα τελευταία χρόνια η Δυναμική Υπερηχογραφία ή Stress Echo.
Με την δυναμική υπερηχογραφία αντί για ΗΚΓφικές αλλαγές προσπαθούμε να εντοπίσουμε ελλείμματα κινητικότητας. Παρακολουθούμε δηλαδή την κίνηση των τοιχωμάτων της καρδιάς κατά την διάρκεια πρόκλησης ειδικού stress με αύξηση της συχνότητας της καρδιάς. Πώς γίνεται αυτό; Χορηγώντας μικρή ποσότητα ειδικού φαρμάκου, κάνουμε την καρδιά να λειτουργήσει πιο γρήγορα, σαν να κάναμε άσκηση δηλαδή, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε ένα μικρό stress στην καρδιά και να αυξηθούν οι ανάγκες της σε οξυγόνο, να απαιτείται δηλαδή περισσότερο αίμα για να αιματωθεί. Εάν υπάρχει στένωση σε κάποια αρτηρία και το αίμα δεν περνάει καλά από εκεί, τότε θα προκληθεί πρόβλημα στην κίνηση αυτού του τμήματος της καρδιάς, το οποίο θα το δούμε στο υπέρηχο, με αποτέλεσμα να διαγνώσουμε έγκαιρα την Στεφανιαία Νόσο, χωρίς να περιμένουμε ή να έχουμε την αμφιβολία αν θα αλλάξει ή όχι το ΗΚΓ του εξεταζόμενου. Έχει βρεθεί λοιπόν ότι με αυτή τη μέθοδο μπορούμε με ασφάλεια να διαγνώσουμε μέχρι και το 90% περίπου της Στεφανιαίας Νόσου.
Στα σημαντικά πλεονεκτήματα της μεθόδου περιλαμβάνεται επίσης η μη ανάγκη χορήγησης ραδιενεργών υλικών, όπως γίνεται με το σπινθηρογράφημα, η μη αναγκαιότητα τοποθέτησης σε κλειστό θάλαμο, όπως γίνεται με τον μαγνήτη (έχει βρεθεί ότι το 30% των ασθενών δεν μπορούν να υποβληθούν σε μαγνητική τομογραφία λόγω κλειστοφοβικού αισθήματος), η ταχύτητα και το χαμηλό κόστος της μεθόδου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι άλλες μέθοδοι εκτίμησης είναι λιγότερο χρήσιμες, αλλά ότι στο οπλοστάσιό μας υπάρχει πλέον άλλη μια δυνατή και αξιόπιστη μέθοδος έγκαιρης διάγνωσης της Στεφανιαίας Νόσου. Ο γιατρός σας είναι αυτός που θα καθορίσει ποια ακριβώς είναι η μέθοδος που σας ταιριάζει και πώς θα επωφελειθείτε καλύτερα από αυτήν.